- κευθάνω
- κευθάνω = κεύθω, Il. 3.453†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κευθάνω — pres subj act 1st sg κευθάνω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κευθάνω — (Α) (ποιητ. τ. τού κεύθω*) κρύβω («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» γιατί δεν θα τόν έκρυβαν, αν κανείς τόν έβλεπε, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἐκεύθανον — κευθάνω imperf ind act 3rd pl κευθάνω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)